πυρομέτρης

πυρομέτρης
πῡρο-μέτρης, ου, and [suff] πῡρο-μετρητής, οῦ, ,
A one who measures wheat, and [suff] πῡρο-μετρέω, measure wheat, Poll.7.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρομέτρης — ὁ, Α ο μετρητής σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + μέτρης (< μέτρον)] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • πυρομετρητής — ὁ, Α [πυρομετρῶ] ο πυρομέτρης* …   Dictionary of Greek

  • πυρομετρώ — έω, Α [πυρομέτρης] μετρώ σιτηρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”